ὀξυβρέχω

ὀξυβρέχω
ὀξῠ-βρέχω,
A steep in vinegar, Stud.Pal.20.27.2 (ii/iii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οξυβρέχω — ὀξυθρέχω (Α) βρέχω κάτι μέσα σε ξίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + βρέχω] …   Dictionary of Greek

  • βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”